- οπός
- ο (ΑΜ ὀπός)το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου»)νεοελλ.1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο λαμβάνεται με τη διαδικασία τής έκθλιψης ή εκπίεσης, κν. ζουμί (α. «οπός κρέατος» β. «οπός φρούτων»)2. το υγρό που σχηματίζεται κατά την πέψη τών τροφώνμσν.μτφ. η χυμώδης δροσιά τής νιότηςαρχ.1. γαλακτώδες στυφό υγρό που λαμβάνεται από τη συκιά και χρησιμεύει ως πυτιά για το πήξιμο τού γάλακτος («ὀπὸς γάλα λευκόν... συνέπηξεν», Ομ. Ιλ.)2. κάθε είδος στυφού χυμού3. ζωμός κρέατος4. φρ. α) «ὀποῡ καρπός» — το σπέρμα, ο σπόρος τού φυτού σιλφίουβ) «ὀπός σιλφίου» και, απλώς, «ὀπός» — ο χυμός τού φυτού σιλφίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀπός (< ΙΕ τ. *sokwos) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *s(u)ekwos «χυμός φυτού, ρητίνη» και συνδέεται με λιθουαν. sakaī, svekas «ρετσίνι», αρχ. πρωσ. sackis, αρχ. σλαβ. sokŭ «χυμός» και πιθ. λατ. sucus «χυμός». Οι συνδέσεις, όμως, αυτές θα οδηγούσαν σε έναν τ. ὁπός με αρκτ. ὁ-. Ωστόσο, λίγες είναι οι μαρτυρίες που επιτρέπουν να δεχθούμε έναν τέτοιο τ. (πρβλ. τη φρ. μεθ' Ὁπουντίων). Αλλά και ο τ. ὀπός, με ψιλή, που εμφανίζουν όλα τα παρ. και σύνθ. τής λ. (πιθ. ιων. προέλευσης), παραμένει δυσερμήνευτος. Τέλος, η οικογένεια αυτή διακρίνεται από την οικογένεια τής λ. χυλός*, η οποία έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο].
Dictionary of Greek. 2013.